Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεισδύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεισδύω [δiizδío] Ρ9α : 1α. για κτ. που εισχωρεί κάπου, που μπαίνει μέσα από στενές διόδους και προχωρεί σε βάθος: Στη Nορβηγία η θάλασσα διεισδύει στο εσωτερικό σχηματίζοντας τα φιόρδ. β. για κτ. που διαπερνά ένα σώμα αργά και ανεπαίσθητα: Tο νερό διεισδύει στα θεμέλια του σπιτιού και τα διαβρώνει. H σκόνη διεισδύει παντού. Tα μικρόβια διεισδύουν μέσα από τις ανοιχτές πληγές. γ. για κπ. που προχωρεί μέσα σε μια σχεδόν αδιαπέραστη ή απαγορευμένη περιοχή: Οι εξερευνητές διείσδυσαν βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Οι στρατιώτες διείσδυσαν μέσα από τις εχθρικές γραμμές. Δημοσιογράφοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών. 2. (μτφ.) α1. για κπ. που, με συστηματικό, επιδέξιο και όχι εμφανή τρόπο, μπαίνει και γίνεται δεκτός σε ένα περιβάλλον, σε ένα στενό κύκλο ανθρώπων: Διείσδυσε στον κόσμο της αριστοκρατίας / στους κύκλους της εξουσίας / στον υπόκοσμο. Πράκτορες του εχθρού έχουν διεισδύσει στις υπηρεσίες του Yπουργείου Εξωτερικών. α2. επιβάλλομαι, ασκώ επιρροή σε ένα χώρο, ύστερα από προγραμματισμένες και συχνά μακροχρόνιες προσπάθειες: Έλληνες επιχειρηματίες έχουν διεισδύσει στις ξένες αγορές. || Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει διεισδύσει και στις πιο συντηρητικές περιοχές. β. εμβαθύνω σε κτ.: H σκέψη του διεισδύει σε όλες τις πτυχές του περίπλοκου αυτού ζητήματος.

[λόγ. < ελνστ. διεισδύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες