Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διεθνιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνιστής ο [δieθnistís] Ο7 θηλ. διεθνίστρια [δieθnístria] Ο27 : οπαδός του (προλεταριακού) διεθνισμού 1.

[λόγ. διεθν(ής) -ιστής μτφρδ. γαλλ. internationaliste· λόγ. διεθνισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go