Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διγνωμία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διγνωμία η [δiγnomía] Ο25 : (σπάν.) αμφιταλάντευση· διβουλία.

[λόγ. δίγνωμ(ος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
διγνωμία η· διγνωμιά.
  • Δόλος, πονηριά:
    • είχεν στο νου του διγνωμιά κι επιβουλή μεγάλη (Διγ. O 320).

[<διγνωμώ + κατάλ. ία. Ο τ. στο Somav. Η λ. στο LBG και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go