Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαχρονικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαχρονικότητα η [δiaxronikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαχρονικού: 1. αυτού που έχει σχέση με την εξέλιξη των φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονικότητα. 2. αυτού που αντέχει στο χρόνο: H ~ των ανθρωπιστικών μηνυμάτων.

[λόγ. διαχρονικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go