Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαχείμαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαχείμαση η [δiaxímasi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχειμάζω· ξεχειμώνιασμα, ξεχείμασμα.

[λόγ. διαχειμα- (διαχειμάζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go