Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφωτιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφωτιστικός -ή -ό [δiafotistikós] Ε1 : που δίνει επαρκείς και σωστές πληροφορίες και διευκρινίσεις, που είναι πολύ κατατοπιστικός: Ένα διαφωτιστικότατο κείμενο / άρθρο. Ήταν πολύ διαφωτιστικά όσα μας είπε. Ήταν πολύ ~ στις απαντήσεις που μας έδωσε. διαφωτιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διαφωτιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go