Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφυγών -ούσα -όν [δiafiγón] Ε12α : (λόγ.) που έχει διαφύγει. || (οικον.) διαφυγόν κέρδος, ποσό που μπορεί να ζητήσει κάποιος ως αποζημίωση από εκείνον που θεωρείται υπεύθυνος για τη μη πραγματοποίηση προσδοκώμενου κέρδους.
[λόγ. μτχ. αορ. του αρχ. ρ. διαφεύγω]



