Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφραγματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφραγματικός -ή -ό [δiafraγmatikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση με το διάφραγμα.

[λόγ. διαφραγματ- (διάφραγμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go