Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διατομικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατομικός -ή -ό [δiatomikós] Ε1 : (χημ., για μόριο) που αποτελείται από δύο άτομα του ίδιου ή διαφορετικών στοιχείων: Tο μόριο του οξυγόνου είναι διατομικό.

[λόγ. < γαλλ. diatomique < di- = δι 1- + atomique = ατομικός 2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go