Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατεταγμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατεταγμένος 1 -η -ο [δiatetaγménos] Ε3 : (λόγ.) που με κάποια διαταγή, διάταξη έχει ορισθεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί: Διατεταγμένη υπηρεσία.

[λόγ. < διατεταγμένος 2 κατά τη σημ. του διατάσσω 1 & σημδ. γαλλ. commandé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατεταγμένος 2 -η -ο : (λόγ.) (ιδίως για τα στοιχεία ενός συνόλου) που είναι τοποθετημένος συνήθ. βάσει ορισμένου σχεδίου. || (μαθημ.): Διατεταγμένο σώμα / ζεύγος.

[λόγ. < αρχ. διατεταγμένος μππ. του ρ. διατάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες