Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατελέσας -ασα -αν [δiatelésas] Ε12δ : (λόγ., για πρόσ.) που στο παρελθόν κατείχε κάποιο αξίωμα: Οι διατελέσαντες πρυτάνεις του πανεπιστημίου. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της Ελλάδος μετά τη δικτατορία.
[λόγ. μτχ. αορ. του ρ. διατελώ]



