Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διατίμησις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διατίμησις η.
  • α) Προσδιορισμός της αξίας κάπ. πράγματος, εκτίμηση:
    • ταύτα πάντα εντέχεται να ψηφιστούν εις διατίμησιν περπύρων (Ασσίζ. 29527
  • β) τιμή, χρηματικό ποσό:
    • εκείνος οπού τον επούλησεν έλαβεν έναν μερτικόν απέ την διατίμησιν (αυτ. 15028).

[μτγν. ουσ. διατίμησις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go