Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασωστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασωστικός -ή -ό [δiasostikós] Ε1 : που μπορεί να διασώζει ή που αναφέρεται στη διάσωση: Διασωστικά μέσα.

[λόγ. < ελνστ. διασωστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go