Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασυλλογικός -ή -ό [δiasilojikós] Ε1 : που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων συλλόγων: Διασυλλογικοί αθλητικοί αγώνες.
[λόγ. δια- + συλλογικός μτφρδ. αγγλ. interclub ή γαλλ. interclubs]



