Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασυλλογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασυλλογικός -ή -ό [δiasilojikós] Ε1 : που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων συλλόγων: Διασυλλογικοί αθλητικοί αγώνες.

[λόγ. δια- + συλλογικός μτφρδ. αγγλ. interclub ή γαλλ. interclubs]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go