Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαστρεβλωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαστρεβλωτής ο [δiastrevlotís] Ο7 : αυτός που διαστρεβλώνει: ~ της αλήθειας.

[λόγ. διαστρεβλω- (δες διαστρεβλώνω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go