Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπλάτυνση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπλάτυνση η [δiaplátinsi] Ο33 : αύξηση του πλάτους: Εργασίες για τη ~ των εθνικών οδών. || (επέκτ., για όλες τις διαστάσεις): H ~ της πλατείας.

[λόγ. διαπλατύν(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες