Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμορφωτής ο [δiamorfotís] Ο7 θηλ. διαμορφώτρια [δiamorfótria] Ο27 : αυτός που διαμορφώνει κτ.: Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. || (ηλεκτρολ., ηλεκτρον.) διάταξη που προκαλεί διαμόρφωση στο ηλεκτρικό ρεύμα ή στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. διαμορφω- (δες διαμορφώνω) -τής· λόγ. διαμορφω(τής) -τρια]



