Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμερισματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμερισματικός -ή -ό [δiamerizmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο διαμέρισμα2: Διαμερισματικά συμβούλια.

[λόγ. διαμερισματ- (διαμέρισμα)2 -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go