Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλογικός -ή -ό [δialojikós] Ε1 : που γίνεται με διάλογο ή που έχει μορφή διαλόγου: Έγινε διαλογική συζήτηση. Tα διαλογικά έργα του Πλάτωνα. Στα μυθιστορήματά του υπάρχουν πολλά διαλογικά μέρη. διαλογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διαλογικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go