Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλογικός -ή -ό [δialojikós] Ε1 : που γίνεται με διάλογο ή που έχει μορφή διαλόγου: Έγινε διαλογική συζήτηση. Tα διαλογικά έργα του Πλάτωνα. Στα μυθιστορήματά του υπάρχουν πολλά διαλογικά μέρη.
διαλογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαλογικός]



