Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακοσαριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακοσαριά η [δjakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου διακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. Πρέπει να πληρώσω καμιά ~ χιλιάδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει διακοσαριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[διακόσ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες