Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακονώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακονώ [δiakonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. προσφέρω με αφοσίωση τις υπηρεσίες μου σε κπ. συνάνθρωπό μου, κινούμενος από χριστιανική αγάπη. β. ασχολούμαι με κτ., εργάζομαι για κτ. με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια: Διακόνησε την επιστήμη σε όλη του τη ζωή. 2. (εκκλ.) είμαι διάκονος, υπηρετώ την εκκλησία ως διάκονος.

[λόγ.: 1: αρχ. διακονῶ· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διακονώ· δικονώ.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Υπηρετώ ως διάκος:
      • εκείνος διηκόνησεν εις την μονήν (Προδρ. ΙV 77).
    • 2) (Ενεργ. και μέσ.) ζητιανεύω, «διακονεύω»:
      • ως τυφλός … διακονούμαι (Ριμ. Βελ. ρ 944· Μαχ. 59035).
    • 3) (Μέσ.) βολεύομαι, τακτοποιούμαι:
      • Ψάρια … επέψασιν … για να δικονηθούμεν (Ιμπ. (Legr.) 989).
  • Β´ (Μτβ.) παρέχω βοήθεια, ελεώ:
    • δότε τον πάντες οβολόν και διακονήσετέ τον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 696).

[αρχ. διακονέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go