Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακοινοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακοινοτικός -ή -ό [δiakinotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα κράτη μέλη μιας κοινότητας ή που γίνεται από εκπροσώπους δύο ή περισσότερων κοινοτήτων: ~ διάλογος. Διακοινοτικές συνομιλίες. διακοινοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δια- + κοινοτικός μτφρδ. γαλλ. & αγγλ. intercommunal]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go