Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαισθητικός -ή -ό [δiesθitikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαίσθηση: Διαισθητική γνώση. β. που είναι προικισμένος με διαίσθηση: Είναι ~ τύπος.
διαισθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαίσθη(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. intuitif]



