Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαγουμιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγουμιστής ο [δjaγumistís] Ο9 : (λογοτ.) αυτός που διαγουμίζει, που λεηλατεί.

[διαγουμισ- (διαγουμίζω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go