Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάτανος ο [δjátanos] Ο20 : (προφ.) διάβολος, σε ηπιότερη εκφορά, κυρίως στις εκφράσεις άι στο διάτανο. (που) να πάρει ο ~. πού στο διάτανο (είναι / πήγε) κτλ.
[συμφυρ. των διά(βολ)ος + (σα)ταν(άς)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διατανοσύνη η.
-
- Η ιδιότητα του διαβόλου· σατανικότητα:
- να τουσε φέρεις εις καλόν εκ την διατανοσύνη (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 607).
[<ουσ. διάτανος + κατάλ. ‑σύνη]
- Η ιδιότητα του διαβόλου· σατανικότητα:



