Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνυση η [δiánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διανύω: H ~ των δέκα πρώτων χιλιομέτρων της διαδρομής έγινε σε μισή ώρα.
[λόγ. < ελνστ. διά νυ(σις) -ση]



