Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημώδης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δημώδης, επίθ.
  • Έκφρ. δημώδης λόγος = παροιμία ή παροιμιώδης έκφραση:
    • (Γλυκά, Στ. 19).

[αρχ. επίθ. δημώδης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημώδης -ης -ες [δimóδis] Ε11 : 1. (για γλώσσα) λαϊκός σε αντιδιαστολή προς το λόγιο: ~ γλώσσα, η λαϊκή γλώσσα (γραπτή και προφορική) μιας ορισμένης εποχής. ~ γραμματεία, κείμενα γραμμένα στη λαϊκή γλώσσα μιας ορισμένης εποχής: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας. 2. δημοτικός1: ~ ποίηση.

[λόγ. < αρχ. δημώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go