Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοτικισμός ο [δimotikizmós] Ο17 : πνευματική κίνηση που είχε ως σκοπό την καλλιέργεια και την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας: Γλωσσολογικός / εκπαιδευτικός / κοινωνικός ~. Tο κίνημα του δημοτικισμού.
[λόγ. δημοτικ(ή) -ισμός]



