Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοπράτηση η [δimoprátisi] Ο33 : η εκποίηση κινητού ή ακίνητου πράγματος ή η ανάθεση εκτέλεσης ενός έργου με τη διαδικασία της δημοπρασίας: Aνακοινώθηκε η ~ του έργου της κατασκευής του νέου αεροδρομίου.
[λόγ. δημοπρατη- (δημοπρατώ) -σις > -ση]



