Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημαγωγικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγωγικός -ή -ό [δimaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημαγωγία, που την εμπεριέχει: Δημαγωγική πολιτική. Δημαγωγικές δηλώσεις. Δημαγωγικά μέτρα. δημαγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go