Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλητηρίαση η [δilitiríasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δηλητηριάζω. 1. η εισαγωγή τοξικής ουσίας (δηλητηρίου) σε ζωντανό οργανισμό και η συνακόλουθη βλάβη της υγείας ή και ο θάνατος που προκαλείται από αυτή την αιτία: Ο θάνατός του οφείλεται σε ~. Έφαγε μανιτάρια κι έπαθε ~. 2. η πάθηση του οργανισμού που προκαλείται από τοξικές (δηλητηριώδεις) ουσίες: Οξεία / χρόνια / ομαδική / τροφική ~. ~ ελαφράς μορφής. 3. (μτφ.) έντονη αρνητική, βλαπτική επίδραση· δηλητηριασμός.
[λόγ. δηλητηρια- (δηλητηριάζω) -σις > -ση]