Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δηλητήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δηλητήριο το [δilitírio] Ο42 : 1α. φυσικής προέλευσης ή τεχνητά παρασκευασμένη ουσία, που μετά την εισαγωγή της σε ζωντανό οργανισμό ασκεί βλαπτική ή και θανατηφόρα επίδραση: Επικίνδυνο / ισχυρό / θανατηφόρο ~. Tο ~ του φιδιού / της αράχνης / του μανιταριού. Πήρε ~ για να αυτοκτονήσει. β. κάθε ουσία που προξενεί φθορά, βλάβη στον οργανισμό: Ο καπνός / το αλκοόλ / η ηρωίνη είναι ~ για τον οργανισμό. || (επέκτ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Ο καφές είναι σκέτο ~! 2. (μτφ.) καθετί που ασκεί έντονα βλαπτική επίδραση: Mπήκε μέσα της το ~ της ζήλιας. || Tα λόγια του ήταν ~. Tο στόμα του έσταζε ~, μιλούσε με πολύ μίσος, κακία.

[λόγ. < αρχ. δηλητήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go