Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεσποσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεσποσύνη η [δesposíni] Ο30 : περιπαιχτικά αντί του δεσποινίς ή σε προσφώνηση χάριν αστεϊσμού.

[λόγ. ως θηλ. του αρχ. ουσ. δεσπόσυνος `αφέντης΄ μτφρδ. γαλλ. maîtresse (πρβ. αρχ. δεσποσύνη `απόλυτη εξουσία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go