Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεσμευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεσμευτικός -ή -ό [δezmeftikós] Ε1 : που δεσμεύει: Δεσμευτικοί όροι συμβολαίου. δεσμευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δεσμευτικός `κατάλληλος να δεθεί σε ένα σύνολο΄ σημδ. αγγλ. binding]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go