Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεξιότης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δεξιότης η· δεξιότη.
  • Ικανότητα, επιτηδειότητα:
    • (Πτωχολ. α 49).

[αρχ. ουσ. δεξιότης. Η λ. και σήμ. λόγ. (τητα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go