Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδροκομικός -ή -ό [δenδrokomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δενδροκομία.
[λόγ. δενδροκομ(ία) -ικός (πρβ. ελνστ. δενδροκομικός `που αναφέρεται στην καλλιέργεια δέντρων΄)]



