Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δενδροκομικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροκομικός -ή -ό [δenδrokomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δενδροκομία.

[λόγ. δενδροκομ(ία) -ικός (πρβ. ελνστ. δενδροκομικός `που αναφέρεται στην καλλιέργεια δέντρων΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go