Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δενδροκαλλιεργητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go