Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκατριάχρονος -η -ο [δekatriáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατριών χρονών: Δεκατριάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατριών ετών. 2. που διαρκεί δεκατρία χρόνια.
[λόγ. δεκατρία + -χρονος]



