Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκατριάρι το [δekatriári] Ο44 : 1. σύνολο από δεκατρείς ομοειδείς μονάδες. α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δεκατρία. γ. η επιτυχία δεκατριών προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~. 2. για τυποποιημένο μέγεθος. || (ως επίθ.): Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δεκατριάρια.
δεκατριαράκι το YΠΟKΟΡ. [δεκατρί(α) -άρι]



