Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκατετράχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκατετράχρονος -η -ο [δekatetráxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατεσσάρων χρονών: Δεκατετράχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. 2. που διαρκεί δεκατέσσερα χρόνια.

[λόγ. δεκα(τέσσερα) -τετρα- + -χρονος κατά το τετράχρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go