Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκαπλασιασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαπλασιασμός ο [δekaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεκαπλασιάζω, αύξηση κατά δέκα φορές: Ο ~ της περιουσίας / της αμοιβής / των εξόδων.

[λόγ. < ελνστ. δεκαπλασιασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go