Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκαεφτάχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαεφτάχρονος -η -ο [δekaeftáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεφτά χρονών: Δεκαεφτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεφτά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεφτά χρόνια.

[δεκαεφτά + -χρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go