Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαεξάχρονος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαεξάχρονος -η -ο [δekaeksáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαέξι χρονών: Δεκαεξάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαέξι ετών. 2. που διαρκεί δεκαέξι χρόνια.

[δεκαέξ(ι) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες