Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκαεννιάχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαεννιάχρονος -η -ο [δekaenáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεννέα χρονών: Δεκαεννιάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεννιά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεννέα χρόνια.

[δεκαεννιά + -χρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go