Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δειλινόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δειλινόν το· δείλινον.
  • 1) Το απόγευμα:
    • Σαββάτον ήτον δειλινόν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 649).
  • 2) (Σε επιρρ. χρ.) κατά το απόγευμα, τις απογευματινές ώρες:
    • Το δειλινόν οι άρχοντες πιάνουσιν τ’ άλογά τους (Θρ. Κύπρ. Μ 205).
  • 3) Το απογευματινό (ή μεσημεριανό) φαγητό (πβ. Θαβώρης 1959: 78):
    • αυτά να έχω πρόγεμαν και δειλινόν και δείπνον (Περί ξεν. 274 χφ Α κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. δειλινόν. Η λ. και σήμ. (ό)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go