Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαφνοστεφής -ής -ές [δafnostefís] Ε10 : (λόγ.) δαφνοστεφανωμένος.
[λόγ. δάφν(η) -ο- + αρχ. -στεφής θ. του ρ. στέφω κατά το αρχ. χρυσοστεφής `με χρυσό στεφάνι΄ απόδ. λατ. laureatus (πρβ. ελνστ. φρ. στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ)]



