Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαφνοστεφής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαφνοστεφής -ής -ές [δafnostefís] Ε10 : (λόγ.) δαφνοστεφανωμένος.

[λόγ. δάφν(η) -ο- + αρχ. -στεφής θ. του ρ. στέφω κατά το αρχ. χρυσοστεφής `με χρυσό στεφάνι΄ απόδ. λατ. laureatus (πρβ. ελνστ. φρ. στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go