Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασύτριχος -η -ο [δasítrixos] Ε5 : που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασύτριχο στέρνο. Δασύτριχο ζώο.
[λόγ. < ελνστ. δασύθριξ, αιτ. -τριχα, μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. σε -ος]



