Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασοσκέπαστος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δασοσκέπαστος, επίθ.
  • Που καλύπτεται με δάση:
    • τόπον δασοσκέπαστον (Πόλ. Τρωάδ. 870).

[<ουσ. δάσος + σκεπάζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go