Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασοπόνος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοπόνος ο [δasopónos] Ο18 θηλ. δασοπόνος [δasopónos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη δασοπονία.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -πόνος κατά το γεω πόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go