Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασμολόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασμολόγηση η [δazmolójisi] Ο33 : η επιβολή δασμού σε ένα εμπόρευμα: ~ των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

[λόγ. δασμολογη- (δασμολογώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go